- προκαυτεύω
- Αθυσιάζω κάτι ως προκαταρκτική προσφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -καυτεύω < καυτόν, ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. καυτός τού καίω, με σημ. «θυσία, προσφορά για τους νεκρούς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.